μηδενισμός — ο 1. η μηδένιση, η αναγωγή στο μηδέν 2. η βαθμολογία με μηδέν 3. στάση απόλυτης άρνησης 4. αντίληψη που αρνείται το σύστημα, τους θεσμούς, την ηθική, την ιδεολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις και αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας χωρίς να… … Dictionary of Greek
μηδενισμός ή νιχιλισμός — (nihilisme, από το λατινικό nihil = μηδέν, τίποτα). Όρος που έγινε παγκόσμια γνωστός από το μυθιστόρημα Πατέρες και παιδιά (1862) του Τουργκένιεφ, ενώ καθιερώθηκε για να χαρακτηρίσει πολλές και ποικίλες μορφές σκέψης, καθώς και την επαναστατική… … Dictionary of Greek
νιχιλισμός — Βλ. λ. μηδενισμός. * * * ο (φιλοσ.) μηδενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Nihilism < λατ. nihil «μηδέν»] … Dictionary of Greek
2008–09 Cypriot First Division — Cypriot First Division Season 2008–09 Champions APOEL 20th Cypriot championship Relegated Alki AEK Atromitos Champions League APOEL UEFA Eu … Wikipedia
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
γραμμική εξάρτηση — Τα διανύσματα x1, x2... xm λέγονται γραμμικώς εξαρτημένα εάν υπάρχει ένα σύνολο αριθμών λ1, λ2 .... λm (όχι όλοι ίσοι με το μηδέν) τέτοιο ώστε να ικανοποιείται η διανυσματική εξίσωση: λ1x1 + .... λm xm = 0. Σε αντίθετη περίπτωση τα διανύσματα… … Dictionary of Greek
Κιόν, Ελίας ντε- — (Elias de Cyon, 1843 – 1912). Ρώσος φιλόσοφος και φυσιολόγος. Εξαίρετος επιστήμονας και στοχαστής, πραγματοποίησε πολλές ανακαλύψεις στον τομέα της φυσιολογίας, η σημαντικότερη από τις οποίες αφορά τα αγγειοκινητικά νεύρα της καρδιάς. Έγραψε… … Dictionary of Greek
Σιόν, Ηλίας — (1843 – 1912). Ρώσος επιστήμονας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε καθηγητής στη σχολή των Επιστημών και την Ιατρική Ακαδημία της Πετρούπολης. Ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου έγραψε τα περισσότερα έργα του. Τα κυριότερα … Dictionary of Greek
νιχιλισμός — ο (λ. λατ.), η άρνηση κάθε αξίας στο χώρο της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλ. μηδενισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)